Για το ότι η τουρκική πλευρά ζητάει να είναι η Ελλάδα πιο διαλλακτική:
«Να πάρουμε τα πράγματα ανάποδα. Όντως δεν αποτελεί έκπληξη η δήλωση του κ. Τσελίκ που καλεί την Ελλάδα να είναι πιο συνεργάσιμη, πιο διαλλακτική, πιο συνεργατική, όπως είπε κατ’ ακρίβειαν, γιατί ξέρετε την προηγούμενη περίοδο η τουρκική κυβέρνηση είχε καλλιεργήσει με μεγάλη συνέπεια έναν ακραίο εθνικιστικό λόγο.
Μάλιστα, μετατοπίστηκε όλο το πολιτικό φάσμα επί το συντηρητικότερο και εθνικιστικότερο το τελευταίο διάστημα. Έτσι, λοιπόν, πρέπει να βρεθεί ένας εύσχημος τρόπος να εξηγηθεί στο τουρκικό κοινό πώς άλλαξε γνώμη η Άγκυρα και με μιας αποφάσισε να καθίσει στο τραπέζι της συζήτησης με την Αθήνα.
Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι οφείλει η τουρκική κυβέρνηση για εσωτερική κατανάλωση να συντηρεί κάποιους τόνους έντασης διότι άλλως πώς δεν θα μπορεί να εξηγήσει στην κοινή γνώμη την μεταστροφή της στάσης της. Σε ό, τι αφορά τις διερευνητικές καθ’ αυτές: Αν υποχρεωνόμασταν να βάλουμε ένα πρόσημο, αυτό θα ήταν συγκρατημένα θετικό. Γιατί;
Πρώτα από όλα δεν περιμέναμε θαύματα. Δεν γίνονται αλλαγές σε μία ημέρα. Όμως, από ό, τι φαίνεται «έσπασε» ο πάγος. Από ό, τι φαίνεται οι δύο πλευρές συζητήσανε και συμφωνήσανε στη συνέχιση των συζητήσεων που είχαν σταματήσει τον Μάρτιο του 2016 με ευθύνη της Τουρκίας που είχε αποχωρήσει.
Θεωρώ ότι είμαστε σε ένα καλό σημείο, συγκρατημένα αισιόδοξο. Δείτε που ήμασταν και που είμαστε. Πριν από λίγες εβδομάδες η Τουρκία αρνείτο πεισματικά οποιαδήποτε κουβέντα για διευρευνητικές επαφές, με λίγα λόγια απέρριπτε το παρόν πλαίσιο που είναι και το μόνο νόμιμο με βάση το διεθνές δίκαιο.
Ήθελε έναν πολιτικό διάλογο σε ανώτερο επίπεδο που να μπορεί χαλαρά να ρίχνει πολλά θέματα στο τραπέζι. Αυτό δεν έγινε. Η ελληνική κυβέρνηση κράτησε πολύ σταθερή θέση και έτσι η Τουρκία, και με τις διεθνείς πιέσεις, αποφάσισε να καθίσει στο τραπέζι των συζητήσεων.
Για το αν μπορεί να βγει κάτι από αυτούς τους γύρους αν και δεν είχε γίνει στο παρελθόν μετά από 60 συναντήσεις:
«Όντως είναι πιο ισχυροποιημένη η θέση μας. Να σας θυμίσω ότι πήγαμε στη συζήτηση αυτή, που δεν αποτελεί διάλογο, αλλά είναι προδιαλογικό στάδιο, με ένα ισχυρό διπλωματικό χαρτοφυλάκιο. Όταν η Αθήνα πηγαίνει στην Τουρκία έχοντας μαζί της συμφωνία με Ιταλία, με Αίγυπτο, συνεννόηση με την Αλβανία, όταν η Ελλάδα πρωταγωνιστεί στα συνεργατικά σχήματα στη Μεσόγειο, αντιλαμβάνεστε ότι πηγαίνουμε εκεί ως μέρος της λύσης. Όχι ως μέρος του προβλήματος.
Με λίγα λόγια, εμείς εξηγούμε στην Τουρκία και στη διεθνή κοινότητα ότι μπορούμε να βρούμε τρόπο διευθέτησης εκκρεμοτήτων δεκαετιών βάσει διεθνούς δικαίου. Άρα, η Τουρκία είναι αυτή που πρέπει να αλλάξει ρότα και να έρθει στον δρόμο της διεθνούς νομιμότητας. Σε ό, τι αφορά στο τι περιμένουμε: η απάντηση είναι ότι οι διερευνητικές επαφές έχουν πολλές δυσκολίες. Ναι, κανείς δεν είναι αφελής, δεν έχουμε επίσης αυταπάτες.
Αντιθέτως, έχουμε πλήρη επίγνωση του τι συμβαίνει με την άλλη πλευρά. Όμως, το γεγονός ότι οι δύο χώρες σήμερα συζητούν σε αυτό το προ-διαλογικό στάδιο είναι θετικό διότι από κάπου πρέπει να ξαναπιάσουμε το νήμα.
svg%3E
Τώρα εδώ είναι η ευκαιρία της Τουρκίας. Αν η Τουρκία πράγματι επιθυμεί να επανέλθει σταδικά στη διεθνή νομιμότητα, έχει τώρα πεδίο να το αποδείξει. Είναι, λοιπόν, στη δική της ευχέρεια να αποφασίσει αν θέλει να είναι με το διεθνές δίκαιο ή αν θέλει να παραμένει απέναντι και το παίζει περιφερειακός νταής».
Για το αν θα αποσύρει τις διεκδικήσεις που έβαλε στο τραπέζι η Τουρκία:
«Αυτές είναι πάγιες αιτιάσεις της Τουρκίας εδώ και πολλά χρόνια. Όμως, η Ελλάδα σταθερά τις αντικρούει με επιχειρήματα που εδράζονται στο διεθνές δίκαιο και για αυτόν τον λόγο δεν τις συζητάμε. Με άλλα λόγια, οι μονομερείς αιτιάσεις της Τουρκίας δεν αποτελούν αντικείμενο διαλόγου. Η Ελλάδα και η σημερινή κυβέρνηση δεν πρόκειται να συζητήσει οποιοδήποτε άλλο θέμα πέρα την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Όλα τα άλλα είναι για μας ανυπόστατα».