Η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποτελεί θετική εξέλιξη. Σηματοδοτεί τη συνεχιζόμενη προσπάθεια προσέγγισης των δύο χωρών, στην οποία όμως έχουν καταγραφεί ξεκάθαρα οι ελληνικές θέσεις: η χώρα μας επιθυμεί τη διευθέτηση της διμερούς διαφοράς – δηλαδή τον καθορισμό ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας – με βάση το διεθνές δίκαιο και προωθεί σταθερά την καλή γειτονία. Πρόβλημα αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί το πλέγμα των τουρκικών θέσεων και αιτιάσεων. Με την πρόσφατη επίσκεψη Τσαβούσογλου στην Ελλάδα τίποτα δεν άλλαξε δραματικά. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις Αθήνας και Αγκυρας παραμένουν. Όπως παραμένει και το όραμα της Τουρκίας να καταστεί μεσοπρόθεσμα διακριτός περιφερειακός πόλος, μέσα στο πολυπολικό γεωπολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται.
Όμως, υπάρχει μια ποιοτική διαφορά που δικαιώνει την επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να ενεργοποιήσει εκ νέου τους διαύλους επικοινωνίας με τους γείτονες. Πρόκειται για την κοινή βούληση των δύο πλευρών να εργαστούν για τη λεγόμενη θετική ατζέντα. Πρόκειται για τη δέσμη ιδεών που παρουσίασαν οι κ.κ. Δένδιας και Φραγκογιάννης και αφορά τη διμερή συνεργασία σε θέματα χαμηλής πολιτικής: από τον τουρισμό και την πανδημία μέχρι τις διμερείς εμπορικές συναλλαγές.
Οι Τούρκοι έδειξαν θετικά αντανακλαστικά. Βέβαια, η τουριστική συνεργασία, για παράδειγμα, θα μπορέσει να ανοίξει τον δρόμο για την επίλυση του προβλήματος της ΑΟΖ; Η απάντηση είναι αβίαστα αρνητική. Όμως, σίγουρα η αναζήτηση κοινού βηματισμού σε «δευτερεύοντα» θέματα μπορεί να γίνει σε βάθος χρόνου καταλύτης για τη σταδιακή αποκατάσταση της λειτουργικότητας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ακόμα κι αν η πιθανότητα επιτυχίας είναι μικρή, η προσπάθεια αξίζει τον κόπο. Άλλωστε, η γεωγραφία μας αναγκάζει να αναζητήσουμε τις όποιες συγκλίσεις.
Από τη συζήτηση των κ.κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν κανείς δεν περιμένει να λυθούν διά μαγείας τα προβΜματα που μας απασχολούν εδώ και δεκαετίες. Αλλά θα ήταν ωφέλιμο να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την ανάκτηση της αναγκαίας εμπιστοσύνης ανάμεσα σε Αθήνα και Αγκυρα. Αυτός είναι ο πρωταρχικός στόχος, για τον οποίο οι γείτονες έχουν μεγαλύτερη ευθύνη. Ετσι, μετά την αποκλιμάκωση στο πεδίο, η Τουρκία καλείται να πείσει ότι επιθυμεί τη συνεννόηση. Συνεννόηση επιθυμεί και η Ελλάδα, χωρίς να απεμπολεί τα δικαιώματά της και να εγκαταλείπει τις θέσεις της. Το Διεθνές Δίκαιο είναι η πυξίδα για τη διευθέτηση της διαφοράς μας με την Τουρκία. Αλλος δρόμος δεν υπάρχει κι αυτό το γνωρίζει καλύτερα από όλους η ίδια η τουρκική ηγεσία.
Σε αυτό το πλαίσιο, κρίσιμη χαρακτηρίζεται η σημερινή συνάντηση Μπάιντεν – Ερντογάν. Η νέα διοίκηση στην Ουάσιγκτον έχει αποφασίσει να εκφράζει ανοιχτά την ενόχλησή της για μια σειρά από επιλογές της Αγκυρας. Από τους ρωσικούς πυραύλους μέχρι την ανάμειξη σε διάφορα μέτωπα, η Τουρκία έχει συνταχθεί με συμφέροντα αντίθετα προς εκείνα των ΗΠΑ. Βέβαια, η Αμερική δεν θα ήθελε να δει την Τουρκία να απομακρύνεται περαιτέρω από τη Δύση. Άλλωστε, και η ίδια η Ελλάδα θέλει μια δυτικόστροφη Τουρκία. Όμως, είναι ξεκάθαρο ότι ο κ. Μπάιντεν θέτει ένα πλαίσιο κανόνων στην Αγκυρα, εφόσον η ίδια επιθυμεί να ξαναγίνει αξιόπιστος εταίρος. Το ερώτημα είναι κατά πόσο οι γείτονες θα διαβάσουν σωστά το αμερικανικό μήνυμα, το οποίο περιλαμβάνει καρότα αλλά και μαστίγια. Όπως και να ‘χει, τα ελληνοτουρκικά παραμένουν συνδεδεμένα με τις σχέσεις της Τουρκίας με τον δυτικό κόσμο και, κυρίως, με την Ευρώπη.