Άρθρο του βουλευτή Σερρών και Γραμματέα Διεθνών Σχέσεων της Νέας Δημοκρατίας Τάσου Χατζηβασιλείου στη μοναδική έκδοση «50 χρόνια Μεταπολίτευση» που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» για τις μεγάλες αλλαγές που συντελέστηκαν στην χώρα από το 1974 μέχρι σήμερα.
Η λέξη «Μεταπολίτευση» κυριαρχεί σε όλα τα κείμενα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Σύμφωνα με την αντίληψη των περισσότερων Ελλήνων, η Μεταπολίτευση ξεκίνησε το 1974 και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Για να είμαστε ακριβείς, η Μεταπολίτευση είναι ουσιαστικά η περίοδος 1974-1975, όταν δηλαδή κατέρρευσε η χούντα και στη συνέχεια εγκαθιδρύθηκε η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, ιστορικό γεγονός που επικυρώθηκε με την εφαρμογή του νέου Συντάγματος.
Την εποχή εκείνη, η Ελλάδα κατόρθωσε να μεταβεί από το δικτατορικό καθεστώς στη δημοκρατία με τρόπο γρήγορο, αποτελεσματικό και αξιοθαύμαστο. Δεν υπάρχουν πολλά παραδείγματα στην παγκόσμια ιστορία όπου η αποκατάσταση της δημοκρατικής τάξης να έχει γίνει τόσο επιτυχώς. Για αυτό, άλλωστε, η Μεταπολίτευση ορθώς χαρακτηρίστηκε ως ένα ελληνικό θαύμα. Όπως σωστά αναφέρουν στο πρόσφατο βιβλίο τους οι Άγγελος Συρίγος και Ευάνθης Χατζηβασιλείου, η πρώτη μεγάλη δυσκολία της Μεταπολίτευσης ήταν το γεγονός ότι η χούντα δεν είχε ανατραπεί από ένα οργανωμένο κέντρο εξουσίας, γεγονός που άφηνε ανοιχτό τον κίνδυνο για δημιουργία νέας πολιτικής αστάθειας ή ακόμα και επιστροφής των χουντικών στα δημόσια πράγματα, μέσω ενός νέου στρατιωτικού κινήματος. Άλλωστε, η χούντα, η οποία είναι συνυπεύθυνη για την παράνομη τουρκική εισβολή στην Κύπρο, κατέρρευσε παράλληλα με την κυπριακή τραγωδία.
Με αυτά τα δεδομένα, το ελληνικό θαύμα της Μεταπολίτευσης πιστώνεται στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον πολιτικό ηγέτη που με το κύρος και τη σοβαρότητά του οικοδόμησε ένα στέρεο πολίτευμα, ορθώνοντας πολιτικό ανάστημα σε κάθε λογής λαϊκισμό. Ο Καραμανλής άνοιξε το δρόμο για την πλήρη ενσωμάτωση της Ελλάδας στη Δύση και τη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια. Το κύριο εργαλείο για την οικοδόμηση της πολιτικής σταθερότητας ήταν το Σύνταγμα του 1975, το οποίο λειτούργησε ως εγγυητής της ομαλής πορείας του σύγχρονου κράτους. Η φιλοσοφία του καταστατικού χάρτη εδράζεται σε δύο στοιχεία: πρώτον, το Σύνταγμα περιλαμβάνει σύγχρονες διατάξεις και ισχυρά θεσμικά αντίβαρα προς όφελος των πολιτών και, δεύτερον, συντάχθηκε στο πνεύμα της ανάγκης για διαρκή προσπάθεια από κάθε πολίτη για τη συνεπή εφαρμογή των διατάξεών του. Συμβολικά και ουσιαστικά, λοιπόν, οι Ελληνίδες και οι Έλληνες έχουν διαχρονικά την ευθύνη να προστατεύουν και να υπερασπίζονται την αδιάλειπτη εφαρμογή του σε όλες τις εκφάνσεις του ιδιωτικού και δημόσιου βίου τους. Στην πράξη, οι Έλληνες υιοθέτησαν ασμένως το νέο Σύνταγμα της χώρας, καθώς αυτό κατοχύρωνε τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελεύθερη πρόσβαση στη Δικαιοσύνη και θέσπιζε τα κοινωνικά δικαιώματα, από την εργασία και την υγεία μέχρι την προστασία του περιβάλλοντος. Επιπλέον, το νέο Σύνταγμα διαπνεόταν από πνεύμα συναίνεσης και συμφιλίωσης. Άλλωστε, σε αυτό συνέτεινε η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Και αυτή η κίνηση έκανε τη νεοσύστατη Δημοκρατία ακόμα πιο σταθερή, προστατεύοντάς την από έναν πιθανό εθνικό διχασμό.
Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας ήταν ένας στόχος απολύτως συνυφασμένος με την ένταξη στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Με τη Μεταπολίτευση, η χώρα επανήλθε στους διεθνείς οργανισμούς, από τους οποίους είχε πρακτικά αποβληθεί λόγω της χούντας. Χάρη στην ορθή δημοκρατική μετάβαση, η Ελλάδα μπορούσε πια να διεκδικήσει επάξια την ενσωμάτωσή της στον ευρωπαϊκό κόσμο, στο φυσικό γεωπολιτικό της χώρο. Άλλωστε, για τον Καραμανλή, η εδραίωση της Δημοκρατίας δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για ευρωπαϊκή προοπτική, ενώ ταυτόχρονα η ίδια αυτή προοπτική σφυρηλατούσε το νέο δημοκρατικό πολίτευμα: η δημοκρατική σταθερότητα και η ενσωμάτωση στην Ευρώπη λειτουργούσαν ως συγκοινωνούντα δοχεία.
Το ελληνικό θαύμα της Μεταπολίτευσης απογειώθηκε το 1979, με την υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Μέσα σε 5 χρόνια από την πτώση της χούντας, η Ελλάδα κατόρθωσε να μετατραπεί από πόλος αστάθειας σε πλήρες μέλος του σύγχρονου δυτικού κόσμου. Η οικονομία αναπτύχθηκε και, παρά την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, συγκαταλέγεται σήμερα στις πλέον ισχυρές και ανθεκτικές της Ευρώπης. Το ελληνικό κράτος και η δημόσια διοίκηση, θεμελιωμένα από την εποχή της Μεταπολίτευσης, εξελίσσονται και βελτιώνονται διαρκώς. Η δημοκρατική σταθερότητα από το 1974 συνέβαλε στην ανάδειξη ενός ισχυρού, εθνικού, γεωπολιτικού brand name, το οποίο βέβαια δέχθηκε βαρύτατο πλήγμα κατά τη διάρκεια της αριστερής διακυβέρνησης της περιόδου 2015-2019. Η σημερινή κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αποκατέστησε την εικόνα της Ελλάδας και αξιοποίησε με τρόπο ωφέλιμο τα «εργαλεία» που κληρονόμησε από εκείνη τη γενιά της Μεταπολίτευσης.
Τελικά, η Μεταπολίτευση οικοδόμησε μια ώριμη Δημοκρατία. Κατά την πτώση της δικτατορίας και την επακόλουθη εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού, η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων, αντιλαμβανόμενη την κρισιμότητα της εποχής, επέδειξε σοβαρότητα. Και αυτό εντάσσεται στο λεγόμενο «ελληνικό θαύμα». Σήμερα, 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, η Ελλάδα έχει γίνει μια κανονική, ευρωπαϊκή χώρα, με ισχυρούς δημοκρατικούς θεσμούς, σταθερή οικονομική ανάπτυξη και στιβαρή εξωτερική πολιτική. Φτάσαμε στον προορισμό; Πετύχαμε όλους τους εθνικούς στόχους, όπως εκείνοι καθορίστηκαν το 1974; Η απάντηση δεν είναι απλή και μονολεκτική. Η ελληνική κοινωνία πέτυχε πολλά. Όμως, η προσπάθεια για το καλύτερο είναι διαρκής. Το «ελληνικό θαύμα» της δημοκρατικής, οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας χρειάζεται πάντα φροντίδα. Η Δημοκρατία μας, αν και ισχυρή, χρειάζεται συνεχή φροντίδα, ενώ στον εκσυγχρονισμό του κράτους χρειάζεται να συνεχίσουμε με το σημερινό ταχύ ρυθμό. Κανένα «θαύμα» από μόνο του δεν φτάνει.