Η έκβαση της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν δικαίωσε την επιλογή του Πρωθυπουργού να μεταβεί στην Άγκυρα, παρά τις παραινέσεις της αντιπολίτευσης, προεξάρχοντος του ΠΑΣΟΚ, για το αντίθετο. Το κλίμα ήταν καλό, με τους δύο ηγέτες να σημειώνουν τις υφιστάμενες διαφωνίες που υπάρχουν, καθώς και τα σημεία σύγκλισης σε μία σειρά από ζητήματα. Τελικά, επιβεβαιώνεται ότι η απόφαση να διατηρηθούν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας και η έμφαση στη θετική ατζέντα βοηθούν στην αποφυγή κρίσεων. Από ελληνικής πλευράς, ο Πρωθυπουργός έθεσε δημόσια τις εθνικές διαφωνίες, ξεκαθαρίζοντας τις απόψεις μας σε σειρά ζητημάτων, από τη Μονή της Χώρας και τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης μέχρι το Κυπριακό και τη Χαμάς. Η τοποθέτησή του βασίστηκε στο διεθνές δίκαιο και τις Συνθήκες.
Από την άλλη, ο τούρκος πρόεδρος εξέφρασε τις αίολες και αβάσιμες παραδοσιακές θέσεις της χώρας του, τονίζοντας όμως την προσήλωσή του στη θετική ατζέντα και στο πνεύμα της Διακήρυξης των Αθηνών. Στην εκτός προγράμματος δευτερολογία του, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επέλεξε να μην απαντήσει στον έλληνα πρωθυπουργό επί των διμερών ζητημάτων και προτίμησε να μιλήσει αποκλειστικά για τη μεταξύ τους διαφωνία για τη Χαμάς. Απευθυνόμενος στο θυμικό των μουσουλμάνων εντός και εκτός Τουρκίας, επέμεινε στη θέση του ότι πρόκειται για αντιστασιακό απελευθερωτικό κίνημα, άποψη που για άλλη μια φορά τον φέρνει απέναντι από τον δυτικό κόσμο και το Ισραήλ. Γιατί το έκανε; Πρώτον, επειδή ήταν και δική του επιλογή να μη φορτιστεί το κλίμα της συνάντησης με τον έλληνα πρωθυπουργό. Δεύτερον, διότι προτεραιότητά του παραμένει ο επαναπατρισμός των ισλαμιστών-εθνικιστών ψηφοφόρων που του γύρισαν την πλάτη στις δημοτικές εκλογές, οι οποίοι αρέσκονται σε τέτοιου είδους κορώνες. Και, τρίτον, διότι συνεχίζει να διεκδικεί ηγετική θέση στο σουνιτικό Ισλάμ μέσα από τέτοιες δημόσιες τοποθετήσεις.
Η συνάντηση της Άγκυρας επιβεβαίωσε τη δέσμευση των δύο χωρών να συνεχίσουν τη διαδικασία της επαναπροσέγγισης. Ναι, οι διαφωνίες υπάρχουν και είναι δομικές. Ναι, οι ανιστόρητες αποφάσεις της Τουρκίας, όπως αυτή για τη μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαμί, δυσκολεύουν την οικοδόμηση της αμοιβαίας κατανόησης. Όμως, η θετική ατζέντα έχει επιφέρει μετρήσιμα και απτά αποτελέσματα, αμοιβαία επωφελή. Ηηρεμία σε αέρα και θάλασσα, η βελτιωμένη συνεργασία στο Μεταναστευτικό, η διευκόλυνση θεωρήσεων εισόδου σε τούρκους πολίτες σε συγκεκριμένα νησιά ή ακόμα και η τωρινή απόφαση για την ίδρυση επιχειρηματικού συμβουλίου αποτελούν θετικά βήματα που μπορούν να συμβάλουν στη σταδιακή οικοδόμηση εμπιστοσύνης.
Τα ελληνοτουρκικά χρειάζονται δουλειά και αποφασιστικότητα. Η πολιτική των ξεκάθαρων εθνικών θέσεων που εφαρμόζει με αυτοπεποίθηση η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προασπίζει το εθνικό συμφέρον και ευνοεί την περιφερειακή σταθερότητα.